ξενοκίνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοκίνητος η ξενοκίνητη το ξενοκίνητο
      γενική του ξενοκίνητου της ξενοκίνητης του ξενοκίνητου
    αιτιατική τον ξενοκίνητο την ξενοκίνητη το ξενοκίνητο
     κλητική ξενοκίνητε ξενοκίνητη ξενοκίνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοκίνητοι οι ξενοκίνητες τα ξενοκίνητα
      γενική των ξενοκίνητων των ξενοκίνητων των ξενοκίνητων
    αιτιατική τους ξενοκίνητους τις ξενοκίνητες τα ξενοκίνητα
     κλητική ξενοκίνητοι ξενοκίνητες ξενοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξενοκίνητος < ξέν(ος) + -ο- + -κίνητος

Επίθετο

ξενοκίνητος, -η, -ο

  1. αυτός που υποκινείται από ξένες, αντεθνικές δυνάμεις
    Εξυπηρετεί συμφέροντα άλλων χωρών, η πρωτοβουλία του είναι ξενοκίνητη'

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.