ξενοδουλεύτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξενοδουλεύτρα | οι | ξενοδουλεύτρες |
| γενική | της | ξενοδουλεύτρας | — | |
| αιτιατική | την | ξενοδουλεύτρα | τις | ξενοδουλεύτρες |
| κλητική | ξενοδουλεύτρα | ξενοδουλεύτρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξενοδουλεύτρα < ξενοδουλευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό
ξενοδουλεύτρα θηλυκό
- η γυναίκα που αναγκάζεται να πλένει, να μαγειρεύει και να καθαρίζει τα σπίτια άλλων νοικοκυριών
- → δείτε τη λέξη ξενοδουλευτής
Μεταφράσεις
ξενοδουλεύτρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.