ξενοδουλευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενοδουλευτής οι ξενοδουλευτές
      γενική του ξενοδουλευτή των ξενοδουλευτών
    αιτιατική τον ξενοδουλευτή τους ξενοδουλευτές
     κλητική ξενοδουλευτή ξενοδουλευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενοδουλευτής < ξενοδουλεύω

Ουσιαστικό

ξενοδουλευτής αρσενικό και ξενοδουλεύτρα το θηλυκό

  1. ο μεροκαματιάρης, που δεν έχει δική του επιχείρηση ή περιουσία και ζει δουλεύοντας μεροκάματο σε ξένες δουλειές
  2. (παρωχημένο) ο εργαζόμενος σε ξένα εμπορικά ή στη γη γαιοκτημόνων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.