ξενοδουλευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξενοδουλευτής | οι | ξενοδουλευτές |
| γενική | του | ξενοδουλευτή | των | ξενοδουλευτών |
| αιτιατική | τον | ξενοδουλευτή | τους | ξενοδουλευτές |
| κλητική | ξενοδουλευτή | ξενοδουλευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξενοδουλευτής < ξενοδουλεύω
Ουσιαστικό
ξενοδουλευτής αρσενικό και ξενοδουλεύτρα το θηλυκό
- ο μεροκαματιάρης, που δεν έχει δική του επιχείρηση ή περιουσία και ζει δουλεύοντας μεροκάματο σε ξένες δουλειές
- (παρωχημένο) ο εργαζόμενος σε ξένα εμπορικά ή στη γη γαιοκτημόνων
Μεταφράσεις
ξενοδουλευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.