ξεμπρόστιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμπρόστιασμα τα ξεμπροστιάσματα
      γενική του ξεμπροστιάσματος των ξεμπροστιασμάτων
    αιτιατική το ξεμπρόστιασμα τα ξεμπροστιάσματα
     κλητική ξεμπρόστιασμα ξεμπροστιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεμπρόστιασμα < ξεμπροστιάζω

Ουσιαστικό

ξεμπρόστιασμα ουδέτερο

  • η έκθεση κάποιου υπεύθυνου για κάτι αρνητικό, η αποκάλυψή του από εκεί που ήταν κρυμμένος, από τις πίσω γραμμές όπου προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος πίσω από άλλους, η στοιχειοθετημένη καταγγελία για τις ευθύνες του μπροστά σε άλλους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.