ξεμπροστιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμπροστιάζω < ξε- + μπροστά

Ρήμα

ξεμπροστιάζω

  • αποκαλύπτω κάτι που έχει κάνει κάποιος, παρουσία άλλων ατόμων, με σκοπό να τον αποδοκιμάσω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.