ξεμπέρδεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεμπέρδεμα | τα | ξεμπερδέματα |
| γενική | του | ξεμπερδέματος | των | ξεμπερδεμάτων |
| αιτιατική | το | ξεμπέρδεμα | τα | ξεμπερδέματα |
| κλητική | ξεμπέρδεμα | ξεμπερδέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεμπέρδεμα < μεσαιωνική ελληνική ξεμπέρδεμα < ξεμπερδεύω
Ουσιαστικό
ξεμπέρδεμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα και η ενέργεια του ξεμπερδεύω, το κουβάρι ή τα μαλλιά που έχουν καιρό να χτενιστούν ή που έχει κολλήσει επάνω τους τσίχλα
- η λύση ενός περίπλοκου ζητήματος ή το ξεκαθάρισμα μιας δυσάρεστης κατάστασης
Εκφράσεις
- θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα : έτσι όπως πάει το πράγμα, η λύση δεν θα είναι καθόλου όμορφη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ξεμπέρδεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.