ξεκουτιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκουτιάρης | η | ξεκουτιάρα | το | ξεκουτιάρικο |
| γενική | του | ξεκουτιάρη | της | ξεκουτιάρας | του | ξεκουτιάρικου |
| αιτιατική | τον | ξεκουτιάρη | την | ξεκουτιάρα | το | ξεκουτιάρικο |
| κλητική | ξεκουτιάρη | ξεκουτιάρα | ξεκουτιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκουτιάρηδες | οι | ξεκουτιάρες | τα | ξεκουτιάρικα |
| γενική | των | ξεκουτιάρηδων | — | των | ξεκουτιάρικων | |
| αιτιατική | τους | ξεκουτιάρηδες | τις | ξεκουτιάρες | τα | ξεκουτιάρικα |
| κλητική | ξεκουτιάρηδες | ξεκουτιάρες | ξεκουτιάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεκουτιάρης < ξεκουτιαίνω
Επίθετο
ξεκουτιάρης, -α, -ικο
- (μειωτικό) το άτομο τρίτης ηλικίας που παρουσιάζει άνοια ή έκπτωση των διανοητιών λειτουργιών του
Μεταφράσεις
ξεκουτιάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.