ξεκουμπισμός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεκουμπισμός οι ξεκουμπισμοί
      γενική του ξεκουμπισμού των ξεκουμπισμών
    αιτιατική τον ξεκουμπισμό τους ξεκουμπισμούς
     κλητική ξεκουμπισμέ ξεκουμπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκουμπισμός < ξεκουμπίζω

Ουσιαστικό

ξεκουμπισμός και ἀθότυρον

  1. το φευγιό με κακό τρόπο, το διώξιμο
  2. ο αφανισμός, ο χαμός, ο θάνατος, να πηγαίνει κάποιος στον αγύριστο


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.