ξεκουμπίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξεκουμπίζω και ἀθότυρον
- διώχνω κάποιον απότομα,τον απομακρύνω με άσχημο τρόπο, να φύγει, να χαθεί
- εξαφανίζω, σκοτώνω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.