εξ αμελείας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- από νομικό όρο για αδικήματα, από τη φράση της καθαρεύουσας "ἐξ ἀμελείας"
Πολυλεκτικός όρος
εξ αμελείας
- από αμέλεια, συνήθως για ατυχήματα που έγιναν χωρίς να υπάρχει πρόθεση (π.χ. σε ένα τροχαίο ατύχημα στο οποίο δεν διαπιστώνεται σκοπούμενη βλάβη, ανθρωποκτόνος πρόθεση ή κάτι άλλο που να επιβαρύνει τον υπεύθυνο του ατυχήματος
- Η κατηγορία για πρόκληση θανατηφόρας βλάβης εξ αμελείας είναι πολύ ελαφρύτερη από του φόνου εκ προθέσεως
Αντώνυμα
- εκ προθέσεως και από πρόθεση
Μεταφράσεις
εξ αμελείας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.