ξαποσταίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαποσταίνω < μεσαιωνική ελληνική ξαποσταίνω < ἀποσταίνω < αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀπό+ ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)

Ρήμα

ξαποσταίνω

  Τώρα καθότανε και περίμενε λίγο να ξαποστάσει και να περάσει κ' η ώρα να γυρίσει στο σπίτι. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.