ξαπλωτήρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξαπλωτήρα οι ξαπλωτήρες
      γενική της ξαπλωτήρας των ξαπλωτήρων
    αιτιατική την ξαπλωτήρα τις ξαπλωτήρες
     κλητική ξαπλωτήρα ξαπλωτήρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξαπλωτήρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξαπλωτήρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.