ξανακύλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξανακύλημα τα ξανακυλήματα
      γενική του ξανακυλήματος των ξανακυλημάτων
    αιτιατική το ξανακύλημα τα ξανακυλήματα
     κλητική ξανακύλημα ξανακυλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξανακύλημα < ξανακυλώ

Ουσιαστικό

ξανακύλημα ουδέτερο (& ξανακύλισμα)

  1. το νέο όργωμα, το σκάψιμο
  2. η επανεμφάνιση μιας αρρώστιας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.