ξανακυλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξανακυλώ < ξανά + κυλώ

Ρήμα

ξανακυλώ (& ξανακυλάω)

  1. κυλάω ξανά ένα αντικείμενο
    Μπορείς να ξανακυλήσεις το μπαλάκι προς το μέρος μου;
  2. αρρωσταίνω πάλι
    Πήγα στη δουλειά με δέκατα και ξανακύλησα
  3. υποτροπιάζει ένα παλιότερο πρόβλημά μου (εθισμός κ.α.)
    Το παιδί τους δυστυχώς ξανακύλησε στα ναρκωτικά
Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας ξανακυλάω-ώ
Παρατατικός ξανακυλούσα
Μέλλοντας Στ. θα ξανακυλώ
Μέλλ. Εξακ. θα ξανακυλήσω
Αόριστος ξανακύλησα
Παρακείμενος έχω ξανακυλήσει
Μετοχές ξανακυλώντας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.