νυχιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νυχιά οι νυχιές
      γενική της νυχιάς των νυχιών
    αιτιατική τη νυχιά τις νυχιές
     κλητική νυχιά νυχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυχιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀνυχέα με αποβολή του -έα, + -ιά ( δείτε και τη λέξη νύχι)

Ουσιαστικό

νυχιά θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.