ἄχθομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἄχθομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἄχθομαι
- είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 457 (457-458)
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, | καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί.
- Κι όταν ξεχείλισε το κοίλο τους καράβι, έτοιμοι ν᾽ αρμενίσουν πια, | έστειλαν τον μαντατοφόρο τους, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, | καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 457 (457-458)
- (μεταφορικά) στενοχωριέμαι, υποφέρω, είμαι λυπημένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 1017 (1016-1017)
- οὕτω γε μέντοι τἄμ᾽ ἔχει· θανεῖν μὲν οὐ | χρήιζω, λιπὼν δ᾽ ἂν οὐδὲν ἀχθοίμην βίον.
- Έτσι λοιπόν τον θάνατο εγώ δεν τον θέλω, | κι αν πάλι τη ζωή άφηνα, δεν θα λυπόμουν.
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- οὕτω γε μέντοι τἄμ᾽ ἔχει· θανεῖν μὲν οὐ | χρήιζω, λιπὼν δ᾽ ἂν οὐδὲν ἀχθοίμην βίον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 1.7
- ἐνταῦθα οἱ στρατιῶται ἤχθοντο, ὅτι οὐκ εἶχον ἀργύριον ἐπιστιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, καὶ ὀκνηρῶς συνεσκευάζοντο.
- Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να στενοχωριούνται, γιατί δεν είχαν χρήματα ν᾽ αγοράσουν τρόφιμα στο δρόμο, και ετοίμαζαν τις αποσκευές τους χωρίς διάθεση.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐνταῦθα οἱ στρατιῶται ἤχθοντο, ὅτι οὐκ εἶχον ἀργύριον ἐπιστιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, καὶ ὀκνηρῶς συνεσκευάζοντο.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 1017 (1016-1017)
- (μεταφορικά) είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, αγανακτώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 80.5
- ἤν τε γὰρ αὐτὸν μετρίως θωμάζῃς, ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται, ἤν τε θεραπεύῃ τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί.
- όταν του δείχνει κανείς τον θαυμασμό του συγκρατημένα, ο τύραννος δυσανασχετεί επειδή δεν τον αγαπούν πολύ· και όταν του δείχνουν πολλή αγάπη, δυσανασχετεί ότι τον κολακεύουν.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἤν τε γὰρ αὐτὸν μετρίως θωμάζῃς, ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται, ἤν τε θεραπεύῃ τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 390
- τούτου φυλάσσου μή ποτ᾽ ἀχθεσθῇ κέαρ.
- Αυτόν φυλάγου, μήπως σου οργιστεί ποτέ του.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- τούτου φυλάσσου μή ποτ᾽ ἀχθεσθῇ κέαρ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 95.1
- ἤδη δὲ βιαίου ὄντος αὐτοῦ οἵ τε ἄλλοι Ἕλληνες ἤχθοντο καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ Ἴωνες καὶ ὅσοι ἀπὸ βασιλέως νεωστὶ ἠλευθέρωντο·
- Ο βίαιος τρόπος του είχε αρχίσει να δυσαρεστεί τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους Ίωνες και όσους άλλους είχαν πρόσφατα ελευθερωθεί από τον ζυγό του Βασιλέως.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἤδη δὲ βιαίου ὄντος αὐτοῦ οἵ τε ἄλλοι Ἕλληνες ἤχθοντο καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ Ἴωνες καὶ ὅσοι ἀπὸ βασιλέως νεωστὶ ἠλευθέρωντο·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 17
- μικρὸν δὲ πρὸ τῶν Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἠχθέσθην δι᾽ αὐτούς.
- όμως λίγο πριν από τα Μεγάλα Παναθήναια αγανάκτησα πολύ με αυτούς.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- μικρὸν δὲ πρὸ τῶν Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἠχθέσθην δι᾽ αὐτούς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 80.5
Σύνθετα
- ἀπάχθομαι
- ἐπάχθομαι
- συνάχθομαι
- ὑπεράχθομαι
Συγγενικά
- Λέξεις -αχθής @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις -άχθεια @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἄχθομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄχθομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.