ντετερμινίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντετερμινίστρια οι ντετερμινίστριες
      γενική της ντετερμινίστριας των ντετερμινιστριών
    αιτιατική την ντετερμινίστρια τις ντετερμινίστριες
     κλητική ντετερμινίστρια ντετερμινίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντετερμινίστρια < ντετερμινιστής + -τρια < γερμανική Determinist < Determinismus

Ουσιαστικό

ντετερμινίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.