τρισπίθαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισπίθαμος η τρισπίθαμη το τρισπίθαμο
      γενική του τρισπίθαμου της τρισπίθαμης του τρισπίθαμου
    αιτιατική τον τρισπίθαμο την τρισπίθαμη το τρισπίθαμο
     κλητική τρισπίθαμε τρισπίθαμη τρισπίθαμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισπίθαμοι οι τρισπίθαμες τα τρισπίθαμα
      γενική των τρισπίθαμων των τρισπίθαμων των τρισπίθαμων
    αιτιατική τους τρισπίθαμους τις τρισπίθαμες τα τρισπίθαμα
     κλητική τρισπίθαμοι τρισπίθαμες τρισπίθαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τρισπίθαμος < τρι- + σπιθαμή

Επίθετο

τρισπίθαμος, -η, -ο

  1. αυτός έχει μήκος τριών σπιθαμών
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που έχει μήκος εννέα παλαιστών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.