ντεβές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντεβές | οι | ντεβέδες |
| γενική | του | ντεβέ | των | ντεβέδων |
| αιτιατική | τον | ντεβέ | τους | ντεβέδες |
| κλητική | ντεβέ | ντεβέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντεβές < άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική دوه (deve, καμήλα), στα τουρκική γλώσσα deve
Παράγωγα
- ντεβετζής
- Ντεβετζής
Μεταφράσεις
ντεβές
|
→ δείτε τη λέξη καμήλα |
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.