ντανταϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντανταϊσμός | οι | ντανταϊσμοί |
| γενική | του | ντανταϊσμού | των | ντανταϊσμών |
| αιτιατική | τον | ντανταϊσμό | τους | ντανταϊσμούς |
| κλητική | ντανταϊσμέ | ντανταϊσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντανταϊσμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική dadaïsme[1]
Ουσιαστικό
ντανταϊσμός αρσενικό
Συγγενικά
- Ντανταϊστής
- Ντανταϊστικός
Μεταφράσεις
- ντανταϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.