νταλίκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νταλίκα | οι | νταλίκες |
| γενική | της | νταλίκας | των | νταλικών |
| αιτιατική | την | νταλίκα | τις | νταλίκες |
| κλητική | νταλίκα | νταλίκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια νταλίκα.
Ετυμολογία
- νταλίκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική talika (κάρο) (πλέον παρωχημένο) < ρωσική тележка (κάρο)
Ουσιαστικό
νταλίκα θηλυκό
Συγγενικά
- νταλικέρης
- νταλικώνω
-
νταλίκα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.