ντέρτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντέρτικος η ντέρτικη το ντέρτικο
      γενική του ντέρτικου της ντέρτικης του ντέρτικου
    αιτιατική τον ντέρτικο την ντέρτικη το ντέρτικο
     κλητική ντέρτικε ντέρτικη ντέρτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντέρτικοι οι ντέρτικες τα ντέρτικα
      γενική των ντέρτικων των ντέρτικων των ντέρτικων
    αιτιατική τους ντέρτικους τις ντέρτικες τα ντέρτικα
     κλητική ντέρτικοι ντέρτικες ντέρτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ντέρτικος < ντέρτ(ι) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈdeɾ.ti.kos/

Επίθετο

ντέρτικος, -η, -ο

  • (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με το ντέρτι, αναφέρεται σ’ αυτό ή γίνεται με ντέρτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.