νούφαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νούφαρο | τα | νούφαρα |
| γενική | του | νούφαρου | των | νούφαρων |
| αιτιατική | το | νούφαρο | τα | νούφαρα |
| κλητική | νούφαρο | νούφαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

άνθος ενός νούφαρου
Ετυμολογία
- νούφαρο < μεσαιωνική ελληνική νούφαρο < νενούφαρο < αραβική نينوفر (nenūfar) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈnu.fa.ɾo/
Ουσιαστικό
νούφαρο ουδέτερο
Συνώνυμα
-
νούφαρο στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- νούφαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.