νομοκάνονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομοκάνονας οι νομοκάνονες
      γενική του νομοκάνονα των νομοκανόνων
    αιτιατική τον νομοκάνονα τους νομοκάνονες
     κλητική νομοκάνονα νομοκάνονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομοκάνονας < μεσαιωνική ελληνική νομοκάνονας / νομοκάνων

Ουσιαστικό

νομοκάνονας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.