νοηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοηματικός η νοηματική το νοηματικό
      γενική του νοηματικού της νοηματικής του νοηματικού
    αιτιατική τον νοηματικό τη νοηματική το νοηματικό
     κλητική νοηματικέ νοηματική νοηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοηματικοί οι νοηματικές τα νοηματικά
      γενική των νοηματικών των νοηματικών των νοηματικών
    αιτιατική τους νοηματικούς τις νοηματικές τα νοηματικά
     κλητική νοηματικοί νοηματικές νοηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοηματικός < νόημα + -ικός

Επίθετο

νοηματικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στο νόημα, το περιεχόμενο ενός κειμένου
  2. που αναφέρεται στο νόημα, την κίνηση με το χέρι
    οι κωφοί επικοινωνούν με τη νοηματική γλώσσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.