νιώσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιώσμα τα νιώσματα
      γενική του νιώσματος των νιωσμάτων
    αιτιατική το νιώσμα τα νιώσματα
     κλητική νιώσμα νιώσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιώσμα < νιώνω, νιωσ- (στη σημασία: καταλαβαίνω, εννοώ) + -μα. Συγκρίνετε με το μεσαιωνικό νιῶμα (αίσθηση, ψυχή)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɲo.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νιώσμα

Ουσιαστικό

νιώσμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  • «νιώσμα, -ατος, -ατα, -άτων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • νιώσμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.