νιχιλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νιχιλιστικός | η | νιχιλιστική | το | νιχιλιστικό |
| γενική | του | νιχιλιστικού | της | νιχιλιστικής | του | νιχιλιστικού |
| αιτιατική | τον | νιχιλιστικό | τη | νιχιλιστική | το | νιχιλιστικό |
| κλητική | νιχιλιστικέ | νιχιλιστική | νιχιλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νιχιλιστικοί | οι | νιχιλιστικές | τα | νιχιλιστικά |
| γενική | των | νιχιλιστικών | των | νιχιλιστικών | των | νιχιλιστικών |
| αιτιατική | τους | νιχιλιστικούς | τις | νιχιλιστικές | τα | νιχιλιστικά |
| κλητική | νιχιλιστικοί | νιχιλιστικές | νιχιλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νιχιλιστικός < νιχιλιστής
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
νιχιλιστικός
|
→ δείτε τη λέξη μηδενιστικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.