νιχιλίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιχιλίστρια οι νιχιλίστριες
      γενική της νιχιλίστριας των νιχιλιστριών
    αιτιατική τη νιχιλίστρια τις νιχιλίστριες
     κλητική νιχιλίστρια νιχιλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιχιλίστρια < νιχιλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

νιχιλίστρια θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.