γλυκερόλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκερόλη οι γλυκερόλες
      γενική της γλυκερόλης των γλυκερολών
    αιτιατική τη γλυκερόλη τις γλυκερόλες
     κλητική γλυκερόλη γλυκερόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

γλυκερόλη θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.