νικελιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νικελιούχος η νικελιούχα το νικελιούχο
      γενική του νικελιούχου της νικελιούχας του νικελιούχου
    αιτιατική τον νικελιούχο τη νικελιούχα το νικελιούχο
     κλητική νικελιούχε νικελιούχα νικελιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νικελιούχοι οι νικελιούχες τα νικελιούχα
      γενική των νικελιούχων των νικελιούχων των νικελιούχων
    αιτιατική τους νικελιούχους τις νικελιούχες τα νικελιούχα
     κλητική νικελιούχοι νικελιούχες νικελιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νικελιούχος < νικέλιο + -ούχος

Επίθετο

νικελιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο νικελίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.