νικελιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νικελιούχος | η | νικελιούχα | το | νικελιούχο |
| γενική | του | νικελιούχου | της | νικελιούχας | του | νικελιούχου |
| αιτιατική | τον | νικελιούχο | τη | νικελιούχα | το | νικελιούχο |
| κλητική | νικελιούχε | νικελιούχα | νικελιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νικελιούχοι | οι | νικελιούχες | τα | νικελιούχα |
| γενική | των | νικελιούχων | των | νικελιούχων | των | νικελιούχων |
| αιτιατική | τους | νικελιούχους | τις | νικελιούχες | τα | νικελιούχα |
| κλητική | νικελιούχοι | νικελιούχες | νικελιούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
νικελιούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.