νικέλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νικέλωμα τα νικελώματα
      γενική του νικελώματος των νικελωμάτων
    αιτιατική το νικέλωμα τα νικελώματα
     κλητική νικέλωμα νικελώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νικέλωμα < νικελώνω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nickelure[1])

Ουσιαστικό

νικέλωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.