νικέλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νικέλωμα | τα | νικελώματα |
| γενική | του | νικελώματος | των | νικελωμάτων |
| αιτιατική | το | νικέλωμα | τα | νικελώματα |
| κλητική | νικέλωμα | νικελώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νικέλωμα < νικελώνω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nickelure[1])
Μεταφράσεις
- νικέλωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.