νημερτής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νημερτής τὸ νημερτές
      γενική τοῦ/τῆς νημερτοῦς τοῦ νημερτοῦς
      δοτική τῷ/τῇ νημερτεῖ τῷ νημερτεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν νημερτ τὸ νημερτές
     κλητική ! νημερτές νημερτές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νημερτεῖς τὰ νημερτ
      γενική τῶν νημερτῶν τῶν νημερτῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς νημερτέσ(ν) τοῖς νημερτέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νημερτεῖς τὰ νημερτ
     κλητική ! νημερτεῖς νημερτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νημερτεῖ τὼ νημερτεῖ
      γεν-δοτ τοῖν νημερτοῖν τοῖν νημερτοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νημερτής < νη- + ἁμαρτάνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

νημερτής, -ής, -ές

  1. αλάνθαστος, αψευδής, χωρίς λάθος ( δείτε τη λέξη ἁμάρτημα)
  2. (κατ' επέκταση) αληθινός, σωστός, που ισχύει

  • δωρικός τύπος: νᾱμερτής (μοναδικός τύπος στους τραγικούς)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.