νημερτής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νημερτής | τὸ | νημερτές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νημερτοῦς | τοῦ | νημερτοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νημερτεῖ | τῷ | νημερτεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νημερτῆ | τὸ | νημερτές | ||
| κλητική ὦ! | νημερτές | νημερτές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νημερτεῖς | τὰ | νημερτῆ | ||
| γενική | τῶν | νημερτῶν | τῶν | νημερτῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νημερτέσῐ(ν) | τοῖς | νημερτέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νημερτεῖς | τὰ | νημερτῆ | ||
| κλητική ὦ! | νημερτεῖς | νημερτῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νημερτεῖ | τὼ | νημερτεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νημερτοῖν | τοῖν | νημερτοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
νημερτής, -ής, -ές
- αλάνθαστος, αψευδής, χωρίς λάθος (→ δείτε τη λέξη ἁμάρτημα)
- (κατ' επέκταση) αληθινός, σωστός, που ισχύει
- δωρικός τύπος : νᾱμερτής (μοναδικός τύπος στους τραγικούς)
Πηγές
- νημερτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νημερτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.