νεφέλιον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νεφέλιον < αρχαία ελληνική νεφέλιον < νεφέλη < νέφος ((βοτανική) (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική nephelium· (χημεία) (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική nebulium)

Ουσιαστικό

νεφέλιον ουδέτερο

  1. (ιατρική) μικρή θολερότητα του οφθαλμικού κερατοειδούς
  2. (βοτανική) γένος φυτού
  3. (χημεία, αστρονομία) υποτιθέμενο χημικό στοιχείο που προτάθηκε ως αποτέλεσμα φασματικής ανάλυσης του φωτός από ένα νεφέλωμα. Οι εν λόγω γραμμές εκπομπής είναι πλέον γνωστό ότι οφείλονται σε διπλά ιονισμένο οξυγόνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.