νευρωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νευρωτισμός οι νευρωτισμοί
      γενική του νευρωτισμού των νευρωτισμών
    αιτιατική τον νευρωτισμό τους νευρωτισμούς
     κλητική νευρωτισμέ νευρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νευρωτισμός < νευρωτικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuroticism)

Ουσιαστικό

νευρωτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.