νέραϊδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νέραϊδος οι νέραϊδοι
      γενική του νέραϊδου των νέραϊδων
    αιτιατική τον νέραϊδο τους νέραϊδους
     κλητική νέραϊδε νέραϊδοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νέραϊδος < νεράιδα + -ος

Ουσιαστικό

νέραϊδος αρσενικό

  • (λαογραφία) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του νεράιδος
      Γεμίζει ο νέραϊδος τση κεραμαμής την ποδιά κρομμυδόφυλλα και μισεύγει. Οντόν εμίσσευγε τση παράγγειλεν η νεράιδα: «Ο νεράιδος δα ρθη τρεις βραδειές να σου χτυπά, μα να μην πα τ’ ανοίξης! Μισσεύγει η μαμή και πάει στο σπίτι τζης. Αργά πάει ο νέραϊδος ‘ς τση χτύπανε. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.