νεοεβραίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοεβραίος οι νεοεβραίοι
      γενική του νεοεβραίου των νεοεβραίων
    αιτιατική τον νεοεβραίο τους νεοεβραίους
     κλητική νεοεβραίε νεοεβραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεοεβραίος < νεο- + Εβραίος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική New Jew)

Ουσιαστικό

νεοεβραίος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.