νεκροψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεκροψία | οι | νεκροψίες |
| γενική | της | νεκροψίας | των | νεκροψιών |
| αιτιατική | τη | νεκροψία | τις | νεκροψίες |
| κλητική | νεκροψία | νεκροψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεκροψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécropsie < αρχαία ελληνική νεκρός, νεκρ- + ὄψ(ις) + -ία [1]
Ουσιαστικό
νεκροψία θηλυκό
- (ιατρική, νομικός όρος, ιατροδικαστική, ανακριτική) η κλινική εξωτερική εξέταση του σώματος ενός νεκρού είτε για να διευκρινιστούν τα αίτια του θανάτου, ή για άλλους ερευνητικούς σκοπούς
- ο ιατροδικαστής διενήργησε νεκροψία και νεκροτομή
Εκφράσεις
- η νεκροψία θα δείξει: σκωπτική απάντηση σε ερώτηση για την έκβαση κάποιου γεγονότος, αν δεν γνωρίζουμε ακόμα το αποτέλεσμα
Σημειώσεις
- την νεκροψία διενεργούν ιατροδικαστές μετά παραγγελία εισαγγελέως ή ανακριτικής αρχής που έχει επιληφθεί,
- της νεκροψίας ακολουθεί συνηθέστερα η νεκροτομή που περιλαμβάνεται στην ίδια παραπάνω παραγγελία.
-
νεκροψία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- νεκροψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.