νεκροφοβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεκροφοβικός | η | νεκροφοβική | το | νεκροφοβικό |
| γενική | του | νεκροφοβικού | της | νεκροφοβικής | του | νεκροφοβικού |
| αιτιατική | τον | νεκροφοβικό | τη | νεκροφοβική | το | νεκροφοβικό |
| κλητική | νεκροφοβικέ | νεκροφοβική | νεκροφοβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεκροφοβικοί | οι | νεκροφοβικές | τα | νεκροφοβικά |
| γενική | των | νεκροφοβικών | των | νεκροφοβικών | των | νεκροφοβικών |
| αιτιατική | τους | νεκροφοβικούς | τις | νεκροφοβικές | τα | νεκροφοβικά |
| κλητική | νεκροφοβικοί | νεκροφοβικές | νεκροφοβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεκροφοβικός < νεκροφοβία / νεκρόφοβος + -ικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.