ναυλώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ναυλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναυλώνω
  2. θα ναυλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναυλώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ναυλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ναύλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.