νίβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νίβω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή νίβω < αρχαία ελληνική νίζω, νίπτομαι [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νίβω

Ρήμα

νίβω (και νίφτω)

  1. πλένω το πρόσωπο ή/και τα χέρια μου με νερό
      Τι θέλω εδώ; τι κάνω εδώ; σκεφτότανε, καθώς νιβότανε στο νιφτήρα. (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα])
  2. καθαρίζω
  3. (μεταφορικά) εξαγνίζω

Εκφράσεις

  • το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο: για κοινά συμφέροντα οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.