νέφωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νέφωση | οι | νεφώσεις |
| γενική | της | νέφωσης* | των | νεφώσεων |
| αιτιατική | τη | νέφωση | τις | νεφώσεις |
| κλητική | νέφωση | νεφώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, νεφώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νέφωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νέφωση θηλυκό
-
νέφωση στη Βικιπαίδεια

- νέφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.