νέφωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νέφωση οι νεφώσεις
      γενική της νέφωσης* των νεφώσεων
    αιτιατική τη νέφωση τις νεφώσεις
     κλητική νέφωση νεφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νέφωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νέφωση θηλυκό

  1. γενικά η παρουσία συγκεντρωμένων νεφών
  2. (μετεωρολογία) το ποσοστό κάλυψης του ουρανού από νέφη, ανεξάρτητα του είδους των, που παρατηρείται από ένα γεωγραφικό τόπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.