μύδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μύδιον | τὰ | μύδιᾰ |
| γενική | τοῦ | μυδίου | τῶν | μυδίων |
| δοτική | τῷ | μυδίῳ | τοῖς | μυδίοις |
| αιτιατική | τὸ | μύδιον | τὰ | μύδιᾰ |
| κλητική ὦ! | μύδιον | μύδιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυδίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυδίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μύδιον: υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) μῦς
Ουσιαστικό
μύδιον ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μικρό πλοίο
- (ιατρική) χειρουργική λαβίδα
- (ιατρική) εμβρυουλκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.