μύδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μύδιον τὰ μύδι
      γενική τοῦ μυδίου τῶν μυδίων
      δοτική τῷ μυδί τοῖς μυδίοις
    αιτιατική τὸ μύδιον τὰ μύδι
     κλητική ! μύδιον μύδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυδίω
γεν-δοτ τοῖν  μυδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύδιον: υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) μῦς

Ουσιαστικό

μύδιον ουδέτερο

((ελληνιστική κοινή))
  1. (ναυτικός όρος) μικρό πλοίο
  2. (ιατρική) χειρουργική λαβίδα
  3. (ιατρική) εμβρυουλκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.