μόρτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μόρτικος | η | μόρτικη | το | μόρτικο |
| γενική | του | μόρτικου | της | μόρτικης | του | μόρτικου |
| αιτιατική | τον | μόρτικο | τη | μόρτικη | το | μόρτικο |
| κλητική | μόρτικε | μόρτικη | μόρτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μόρτικοι | οι | μόρτικες | τα | μόρτικα |
| γενική | των | μόρτικων | των | μόρτικων | των | μόρτικων |
| αιτιατική | τους | μόρτικους | τις | μόρτικες | τα | μόρτικα |
| κλητική | μόρτικοι | μόρτικες | μόρτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Παράγωγα
- μόρτικα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
μόρτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.