μόρσιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ μόρσιμος τὸ μόρσιμον οἱ, αἱ μόρσιμοι τὰ μόρσιμα
Γενική τοῦ, τῆς μορσίμου τοῦ μορσίμου τῶν μορσίμων τῶν μορσίμων
Δοτική τῷ, τῇ μορσίμῳ τῷ μορσίμῳ τοῖς, ταῖς μορσίμοις τοῖς μορσίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν μόρσιμον τὸ μόρσιμον τοὺς, τὰς μορσίμους τὰ μόρσιμα
Κλητική μόρσιμε μόρσιμον μόρσιμοι μόρσιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική μορσίμω
Γενική-Δοτική μορσίμοιν

Ετυμολογία

μόρσιμος < μείρομαι και κατά ετεροίωση του θέματος μερ- > μορ- + κατάληξη -ιμος

Επίθετο

μόρσιμος, -ος, ον

  1. που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, μοιραίος
  2. θνητός, που έχει ως πεπρωμένο το θάνατο, μόρος, μορτός
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 13 οὐ μέν με κτενέεις, ἐπεὶ οὔ τοι μόρσιμός εἰμι
    δεν με σκοτώνεις εμένα, γιατί δεν είμαι θνητός
    Σκηνή: μιλά ο Φοίβος στον Αχιλλέα, λίγο πριν τη μονομαχία με τον Έκτορα.

Παράγωγα

Συγγενικά

  • Μόρσιμα - Αμόρσιμα (1962) έργο για πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο. Ιάννης Ξενάκης (Iannis Xenakis). Καταχώριση ηχητικού τεκμηρίου μουσικού έργου, Βιβλιοθήκη Τμήματος Μουσικών Σπουδών (ΑΠΘ) πρόσβαση:2019.06.20.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.