αμόρσιμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμόρσιμα < α- (στερητικό) + μόρσιμος
λεξιπλασία του συνθέτη Ιάννη Ξενάκη (μαρτυρείται από το 1962)

Ουσιαστικό

αμόρσιμα μόνο ουδέτερο και μόνο πληθυντικός

  • (νεολογισμός) (λόγιο) αυτά που δεν καθορίζονται από τη μοίρα
      Μόρσιμα - Αμόρσιμα. Ξενάκης, Ιάννης; Xenakis, Iannis (καταχώριση ηχητικού τεκμηρίου μουσικού έργου, Βιβλιοθήκη Τμήματος Μουσικών Σπουδών (ΑΠΘ)· πρόσβαση: 2019-07-19)
      Συνθέτες: Γ. Ξενάκης. Ελληνικά Έργα: Ξενάκης: Διαμορφώσεις, Συγκεκριμένο pH, Ανατολή - Δύση, […], Ηριδανός, Μόρσιμα / Αμόρσιμα, Πολλά τα δεινά, […] (από το Πρόγραμμα αρ. 3073 (καταχώριση στοιχείων εκδηλώσεων του Ελληνικού Συνδέσμος Σύγχρονης Μουσικής στη Αθήνα, Σεπτ. 1975), στην ιστοσελίδα της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη»· πρόσβαση: 2019-07-19)
      Κύρια ενόργανα έργα (έως το 1967): […]. Για μουσική δωματίου: […], ST/4 (1956/62), Μόρσιμα - Αμόρσιμα (1956/62), Εόντα (1963/64) (από το σημείωμα «Βιογραφικά» στην έκδοση του δίσκου βινυλίου Γιάννης Ξενάκης: Μεταστάσεις, Πιθοπρακτά, Εόντα (Le Chant du monde 1966 / Λύρα χ.χ. - ανατύπ. Music Links Knowledge 2019· πρόσβαση: 2019-07-19)

Σημειώσεις

  • η λέξη εμφανίζεται συνήθως με λατινική γραφή: amorsima.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.