μπρουσκέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπρουσκέτα οι μπρουσκέτες
      γενική της μπρουσκέτας των μπρουσκετών
    αιτιατική την μπρουσκέτα τις μπρουσκέτες
     κλητική μπρουσκέτα μπρουσκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπρουσκέτα < ιταλική bruschezza < brusco < υστερολατινική bruscus < λατινική ruscus / ruscum

Ουσιαστικό

μπρουσκέτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.