μπουντουάρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπουντουάρ ουδέτερο άκλιτο
- έπιπλο σε κρεβατοκάμαρα ή άλλο δωμάτιο με καθρέφτη και χώρο για την τοποθέτηση κοσμημάτων, καλλυντικών κ.λπ.
- (παρωχημένο) μικρό σαλονάκι με εκλεπτυσμένη διακόσμηση, όπου η οικοδέσποινα καθόταν μόνη ή με τη συντροφιά πολύ στενών φίλων της
- ↪ πήραν το τσάι τους στο μπουντουάρ
Αναφορές
- μπουντουάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπουντουάρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.