τζουτζούκος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τζουτζούκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τζουτζούκος αρσενικό
- χαϊδευτικό προσωνύμιο για άντρα, που εκλαμβάνεται όμως ως μειωτικός χαρακτηρισμός έξω από το στενό πλαίσιο μιας σχέσης οικειότητας. Συνώνυμο του μπουμπούκος, αλλά πιο μειωτικό.
Μεταφράσεις
τζουτζούκος
|
|
λέξεις με κατάληξη -ούκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.