μπουμπάρδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουμπάρδα οι μπουμπάρδες
      γενική της μπουμπάρδας των μπουμπαρδών
    αιτιατική την μπουμπάρδα τις μπουμπάρδες
     κλητική μπουμπάρδα μπουμπάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουμπάρδα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bombarda [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈbaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουμπάρδα

Ουσιαστικό

μπουμπάρδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 208.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.