μπουγέλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουγέλο | τα | μπουγέλα |
| γενική | του | μπουγέλου | των | μπουγέλων |
| αιτιατική | το | μπουγέλο | τα | μπουγέλα |
| κλητική | μπουγέλο | μπουγέλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουγέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bugliolo < bollire < λατινική bullio < bulla < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *vhal-
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.