μπουγέλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουγέλο τα μπουγέλα
      γενική του μπουγέλου των μπουγέλων
    αιτιατική το μπουγέλο τα μπουγέλα
     κλητική μπουγέλο μπουγέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουγέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bugliolo < bollire < λατινική bullio < bulla < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *vhal-

Ουσιαστικό

μπουγέλο ουδέτερο

  1. ο κουβάς
  2. το μπουγέλωμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.